Гроб στα ελληνικά
Μετάφραση: гроб, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φέρετρο, κιβούρι, κάσα, τάφος, τάφο, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό
Μεταφράσεις
- грип στα ελληνικά - γρίπη, γρίπης, της γρίπης, γρίπης των, γρίπη των
- гриф στα ελληνικά - γύπας, ταστιέρα, ταστιερα, fingerboard, μπράτσο, το μπράτσο
- гробище στα ελληνικά - νεκροταφείο, νεκροταφείου, κοιμητήριο, κοιμητηρίου, νεκροταφείο της
- гробница στα ελληνικά - παρεκκλήσι, λάρνακα, τάφος, τάφο, τάφου, τον τάφο, τάφο του
Τυχαίες λέξεις
Гроб στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φέρετρο, κιβούρι, κάσα, τάφος, τάφο, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό
Μεταφράσεις: φέρετρο, κιβούρι, κάσα, τάφος, τάφο, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό