Λέξη: βρύο

Συνώνυμα: βρύο

μούσκλο, βρυώδες έλος, μούσκλι, πόα, σπαθόχορτο, σπάρτο, βρούλο, φύκι, φύκος

Μεταφράσεις: βρύο

βρύο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
moss, heather, sedge, seaweed, moss was, the moss

βρύο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
musgo, brezo, de musgo, el musgo, musgo de, musgos

βρύο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heide, erika, moos, heidekraut, Moos, moss, Moose

βρύο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tourbière, mousse, bruyère, la mousse, mousses, de mousse, moss

βρύο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
muschio, erica, moss, di muschio, muschi, muschio di

βρύο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
musgo, mosquito, Moss, musgo de, o musgo, de musgo

βρύο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dopheide, mos, dophei, mosgroen, moss, mossen

βρύο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
болото, лишайник, вереск, плаун, мох, Мосс, Moss, мха, мхом

βρύο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mose, lyng, moss, perles, mosen

βρύο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mossa, ljung, moss, mossan

βρύο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sammalisto, sammal, sammalikko, kanerva, kanervikko, suo, räme, suonvihreä, moss, sammalta, helmineuletta

βρύο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mos, mosgrøn, moss

βρύο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vřes, mech, mechu, mechem, moss, mechů

βρύο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mech, torfowisko, wrzos, mchu, zieleń mchu, moss, mchem

βρύο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
moha, Moss, mohák, a moha, mohát

βρύο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yosun, yosunu, moss, karayosunu

βρύο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
верес, москіти, мох, мохи, лишайник

βρύο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
myshk, Moss, myshk të, kënetë me torfë, moçal me torfë

βρύο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
верен, болото, мъх, Мос, Moss, мъхове, мъха

βρύο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мох, моху

βρύο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kanarbik, sammal, Moss, sambla, sammalt, samblas

βρύο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
treset, mahovina, vrijesak, Moss, mahovine, mahovinom, mahovinu

βρύο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mosi, Moss, mosa, mosinn

βρύο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
samanos, samanų, Moss, kerpė, liūnas

βρύο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
virši, sūna, sūnu, sūnas, sūnām, moss

βρύο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мов, Мос, мовта, со мов, мов се

βρύο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mușchi, muschi, Moss, mușchi de, mușchiul

βρύο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mah, moss, mahovi, mahu, mahovne

βρύο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vres, mech, mach, moch, moss
Τυχαίες λέξεις