Λέξη: επιπλέω

Σχετικές λέξεις: επιπλέω

επιπλέω στα αγγλικά, επιπλέω αρχαια, επιπλέω κλιση, επιπλέω λεξικο, επιπλέω αγγλικα, επιπλέω συνώνυμα

Συνώνυμα: επιπλέω

στηρίζω, φέρω απλά, ίπταμαι, φέρω διά μέσου αέρος, φέρω διά μέσου ύδατος, πλέω

Μεταφράσεις: επιπλέω

επιπλέω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
float, waft, buoy

επιπλέω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
flotar, nadar, flotador, float, flotación, del flotador, de flotación

επιπλέω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
motivwagen, schwimmer, floß, fischblase, schwimmen, Schwimmer, float, Schwimmers

επιπλέω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
flotte, radeau, nager, flottons, flotteur, naviguer, flottez, flottent, surnager, soulever, flotter, traquer, float, flottant, flotté

επιπλέω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zattera, nuotare, galleggiante, galleggiare, float, flottante, a galleggiante, del galleggiante

επιπλέω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arremesse, boiar, nadar, flutuador, bóia, flutuar, flutuação, flutuante

επιπλέω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dobberen, drijven, vlotten, vlotter, zweven, drijver, dobber

επιπλέω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плавать, буй, пробка, сплавлять, поплыть, плот, размещать, паром, образовывать, заплывать, учреждать, электрокар, поплавок, выпускать, пускать, пузырь, поплавка, флоат, поплавковый

επιπλέω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flyte, flåte, float, dupp, flottøren

επιπλέω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sväva, simma, float, flöte, flottör, flyt, flottören

επιπλέω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lana, hulmuta, koho, kellua, leijua, uida, ajelehtia, liehua, float, uimuri, uimurin

επιπλέω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svømme, float, flyde, flyder, flyderen, svømmeren

επιπλέω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plout, plavat, plavit, vor, nadnášet, bóje, plovák, splávek, float, plavení, plovákový, plováku

επιπλέω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pływać, spławić, spławiać, bujać, słać, unosić, tratwa, spławik, rozpisywać, pławik, packa, rozchodzić, dryfować, pływak, pływaka, pływakowy

επιπλέω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
úszógömb, úszó, float, úsztatott, lebegnek, úszót

επιπλέω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüzmek, şamandıra, yüzdürme, halka açıklık, şamandıralı, flot

επιπλέω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плисти, пускати, міхур, плити, пузирчик, плинути, поплавок, поплавець

επιπλέω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nxjerr në shitje, shket, pluskues, notoj, fshikëz notimi

επιπλέω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плувка, поплавък, флоат, поплавъка, флоатно

επιπλέω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плаваць, паплавок, поплавок, паплаўку

επιπλέω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hõljuma, veovanker, ujutama, ujuk, float, Ujuki, veepinnal püsivate, investorite käes olevad aktsiad

επιπλέω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lebdjeti, plutati, izdati, kola, splav, emitirati, plovak, float, s plovkom

επιπλέω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fljóta, flot, fljótandi, floti

επιπλέω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
no

επιπλέω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plaukti, plūdė, flotacinio, float, plūdės, plūduriuoti

επιπλέω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
peldēt, pludiņš, float, pludinātā, pludiņa

επιπλέω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плови, пливачки, пловка, float, лебдат

επιπλέω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pluti, plutitor, flotor, float, flotată

επιπλέω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plavit, float, plovec, Likvidna sredstva, Likvidna, plovca

επιπλέω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plaviť, plavák
Τυχαίες λέξεις