Λέξη: παντρεμένος

Σχετικές λέξεις: παντρεμένος

παντρεμένος με αλλοδαπή ο καραϊσκάκης της χρυσής αυγής, παντρεμένος με παιδιά, παντρεμένος μπασκετμπολίστας άφησε έγκυο 18χρονη, παντρεμένος ερωτευμένος με άλλη, παντρεμένος ονειροκρίτης, παντρεμένος ζυγός, παντρεμένος ετυμολογία, παντρεμένοσ με πεθερά, παντρεμένος μπαμπάς ανακαλύπτει ότι είναι gay, παντρεμένος με τη μαφία

Συνώνυμα: παντρεμένος

νυμφευμένος, έγγαμος, συζυγικός

Μεταφράσεις: παντρεμένος

παντρεμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
married, wedded, married to

παντρεμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conyugal, casado, matrimonial, casada, casados, casó, casarse

παντρεμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geheiratet, verheiratet, ehelichte, heiratete, ehelich, heiraten, heirateten

παντρεμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épousée, légitime, épousé, épousa, mariées, marié, mariâmes, matrimonial, épousèrent, mariée, mariai, épousai, mariés, épousées, marièrent, conjugal, marier

παντρεμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
matrimoniale, sposato, sposata, sposati, sposò, sposarsi

παντρεμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casado, casados, casou, casada, casou com

παντρεμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gehuwd, getrouwd, trouwde, trouwen, huwde

παντρεμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
женатый, семейный, замужняя, супружеский, брачный, женат, женился, замуж, женился на, замужем

παντρεμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gift, ekteskapelig, giftet seg, giftet, seg, giftet seg med

παντρεμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gift, gifta, gifte, gifte sig, gifta sig

παντρεμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varattu, naimisissa, naimisiin, avioitui, meni naimisiin, avioliitossa

παντρεμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gift, giftede, giftede sig, gift med, blev gift

παντρεμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ženatý, vdaná, manželský, oženil, si vzal, provdala

παντρεμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zamężna, małżeński, żonaty, ślubny, mężatka, ożenił, poślubił, za mąż

παντρεμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
házas, nős, feleségül, házasok, férjhez

παντρεμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
evli, evlendi, evlendim, ile evlendi, evlenmiş

παντρεμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шлюб, одружений, був, неодружений, Пірсинг

παντρεμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
martuar, i martuar, martua, u martua, martua me

παντρεμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
омъжена, оженен, женен, оженил, женени, се жени

παντρεμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жанаты, жанаты з

παντρεμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
abielus, abiellus, abiellusid, abiellunud, abielu

παντρεμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
udata, oženjen, bračni, vjenčan, oženio, u braku, vjenčali

παντρεμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
giftur, gift, giftist, giftast, átti

παντρεμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vedęs, ištekėjusi, vedė, susituokę, ištekėjo

παντρεμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
precējies, precējusies, precējušies, apprecējās, brīvs

παντρεμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брак, се оженил, во брак, оженил, се оженил со

παντρεμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conjugal, căsătorit, casatorit, căsătorit cu, sa căsătorit, căsătorită

παντρεμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vdaná, poročen, poročena, poročil, poročeni, poročila

παντρεμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vídaná, ženatý, slobodný, vzal, oženil

Στατιστικά δημοτικότητας: παντρεμένος

Τυχαίες λέξεις