Грънчарство στα ελληνικά
Μετάφραση: грънчарство, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγγειοπλαστική, κεραμικά, κεραμική, κεραμικής, αγγειοπλαστικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- група στα ελληνικά - ομάδα, συγκρότημα, σύμπλεγμα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, ...
- гръмкост στα ελληνικά - ένταση, όγκος, φωνή, ποσότητα, ηχηρότητα, ηχηρότης, ηχητικότητα, ...
- губернатор στα ελληνικά - κυβερνήτης, κυβερνήτη, Διοικητή, διοικητής, Governor
- губя στα ελληνικά - χάνω, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Τυχαίες λέξεις
Грънчарство στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγγειοπλαστική, κεραμικά, κεραμική, κεραμικής, αγγειοπλαστικής
Μεταφράσεις: αγγειοπλαστική, κεραμικά, κεραμική, κεραμικής, αγγειοπλαστικής