Αγγειοπλαστική στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αγγειοπλαστική, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
грънчарство, керамика, керамични съдове, съдове, глинени съдове
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγγειοπλαστική
αγγειοπλαστική στην αρχαία ελλάδα, αγγειοπλαστική τέχνη, αγγειοπλαστική καρδιάς, αγγειοπλαστική επέμβαση με μπαλονάκι, αγγειοπλαστική με μπαλονάκι, αγγειοπλαστική λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αγγειοπλαστική στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αγγειακός στα βουλγαρικά - съдов, съдова, съдовата, съдово, васкуларна
- αγγειοπλάστης στα βουλγαρικά - грънчар, Потър, грънчарски, грънчарско
- αγγελικός στα βουλγαρικά - ангелски, ангелска, ангелско, ангелското, ангелската
- αγγελιοφόρος στα βουλγαρικά - пратеник, Messenger, вестител, куриер, вестителя
Τυχαίες λέξεις
Αγγειοπλαστική στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: грънчарство, керамика, керамични съдове, съдове, глинени съдове
Μεταφράσεις: грънчарство, керамика, керамични съдове, съдове, глинени съдове