Λέξη: πολύτιμος
Σχετικές λέξεις: πολύτιμος
πολύτιμος μεταλλικός πηλός, πολύτιμος στα αγγλικά, πολύτιμος λίθος, πολύτιμος μαργαρίτης, πολύτιμος μεταλλικός πηλός τιμη, πολύτιμος λίθος καρκίνου, πολυτιμο γάμος, πολύτιμος αντιθετο, πολυτιμος συνώνυμα, πολύτιμος γαλλικά
Συνώνυμα: πολύτιμος
τέλειος, εξεζητημένος, ακριβός
Μεταφράσεις: πολύτιμος
πολύτιμος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
valuable, precious, valued, a valuable, a precious
πολύτιμος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caro, precioso, valioso, preciosa, preciosos, preciado
πολύτιμος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brauchbar, kostbar, wertvoll, geschätzt, nützlich, edel, kostbaren, kostbare
πολύτιμος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
précieux, cher, rare, utile, précieuse, précieuses
πολύτιμος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pregiato, prezioso, preziosa, preziosi, preziose
πολύτιμος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vantajoso, preceder, precioso, valioso, anteceder, caro, útil, preceda, vale, profícuo, preciosa, preciosos, preciosas, muito
πολύτιμος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waardevol, nuttig, zeldzaam, bruikbaar, kostbaar, dienstig, bevorderlijk, kostelijk, dierbaar, edel, kostbare
πολύτιμος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
манерный, драгоценный, пригодный, полезный, дорогостоящий, промышленный, полноценный, ценность, ценный, манерно-изысканный, благородный, драгоценных, драгоценные, драгоценное, драгоценным
πολύτιμος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyrebar, verdifull, kostbar, edelt, dyre, edle, dyrebare
πολύτιμος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
värdefull, dyrbar, dyrbara, ädel, värdefulla
πολύτιμος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aikamoinen, armas, edullinen, kallis, arvoesine, rakas, arvokas, hyödyllinen, kallisarvoinen, arvokasta, jalo-, kallisarvoista
πολύτιμος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
værdifuld, dyr, kær, ædle, dyrebare, dyrebar, kostbar, værdifulde
πολύτιμος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drahocenný, hodnotný, vzácný, drahý, drahých, drahé
πολύτιμος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kosztowność, znaczny, wartościowy, szlachetny, cenny, wspaniały, drogocenny, drogi, cenne
πολύτιμος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
finnyás, drága, értékes, az értékes, nemes, becses
πολύτιμος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
değerli, kıymetli, değerli bir, değerlidir
πολύτιμος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коштовний, дорогоцінний, вишуканість, цінний, промисловий, дорогоцінне
πολύτιμος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çmueshëm, i çmuar, çmuar, të çmuar, e çmuar, çmuara
πολύτιμος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скъпоценен, благородни, ценен, скъпоценна, скъпоценната
πολύτιμος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каштоўны
πολύτιμος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kallis, väärtuslik, hinnaline, vääris, vääris-
πολύτιμος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dragocjen, vrijedan, skup, korisne, vrijednim, lijep, voljen, jako, omiljen, vrijedno, koristan, dragocjeno, dragocjeni, dragocjena, dragocjenija
πολύτιμος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dýrmætur, dýrmætt, dýrindis, dýrmæt, dýrmætari
πολύτιμος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
carus
πολύτιμος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vertingas, įmantrus, brangus, tauriųjų, brangakmeniai, brangiųjų
πολύτιμος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vērtīgs, dārgs, dārgakmeņi, precious, dārgakmeņu, dārgo
πολύτιμος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скапоцен, скапоцени, драгоцен, скапоцените, благородни
πολύτιμος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
valoros, preţios, prețios, prețioase, prețioasă, pretios, pretioase
πολύτιμος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dragoceni, plemenite, dragocen, dragocena, precious
πολύτιμος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zlatíčko, drahý, drahocenný, cenný, hodnotný, vzácny, zriedkavý, zriedkavé