Добряк στα ελληνικά
Μετάφραση: добряк, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλός, είδος, ευγενικός, καλό παιδί, καλός άνθρωπος, καλός τύπος
Μεταφράσεις
- добродетел στα ελληνικά - προσόν, αρετή, προτέρημα, φρονιμάδα, δυνάμει, λόγω, βάσει, ...
- доброта στα ελληνικά - καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ
- добър στα ελληνικά - αγαθός, καλός, καλή, καλό, καλής, καλές
- доверие στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, πίστωση, εμπιστεύομαι, αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Τυχαίες λέξεις
Добряк στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλός, είδος, ευγενικός, καλό παιδί, καλός άνθρωπος, καλός τύπος
Μεταφράσεις: καλός, είδος, ευγενικός, καλό παιδί, καλός άνθρωπος, καλός τύπος