Експеримент στα ελληνικά

Μετάφραση: експеримент, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πειραματίζομαι, πείραμα, πειράματος, το πείραμα, του πειράματος, πειράματα
Експеримент στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • екскаватор στα ελληνικά - εκσκαφέας, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέων, ανασκαφέα
  • експедиция στα ελληνικά - εκστρατεία, αποστολή, αποστολής, εκστρατείας, expedition
  • експерт στα ελληνικά - εκτιμητής, εμπειρογνώμονας, ειδικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
  • експлоатация στα ελληνικά - ανάπτυξη, εξέλιξη, εκμετάλλευση, εκμετάλλευσης, αξιοποίηση, την εκμετάλλευση, αξιοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Експеримент στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πειραματίζομαι, πείραμα, πειράματος, το πείραμα, του πειράματος, πειράματα