Λέξη: ανοιχτά
Σχετικές λέξεις: ανοιχτά
ανοιχτά μαγαζιά σήμερα, ανοιχτά φαρμακεία, ανοιχτά καταστήματα, ανοιχτά μαγαζιά κυριακή, ανοιχτά μικρόφωνα, ανοιχτά την κυριακή, ανοιχτά καταστήματα τις κυριακές, ανοιχτά βενζινάδικα, ανοιχτά χαρτιά, ανοιχτά φαρμακεία θεσσαλονίκη, κυριακή ανοιχτά
Συνώνυμα: ανοιχτά
φώτα, πνεύμονες ζώων
Μεταφράσεις: ανοιχτά
ανοιχτά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
openly, open, outdoor, off, opened
ανοιχτά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abiertamente, abierta, abiertamente a, públicamente, francamente
ανοιχτά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
offen, öffentlich, offen zu, offener, ganz offen
ανοιχτά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
publiquement, ouvertement, bonnement, franchise, carrément, ouverte, franchement, ouvertement de
ανοιχτά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apertamente, aperta, pubblicamente, apertamente la, francamente
ανοιχτά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abertamente, abertura, aberta, publicamente, forma aberta, abertamente a
ανοιχτά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rondweg, ronduit, openlijk, open, openlijk te, openbaar, openheid
ανοιχτά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
публично, открыто, гласно, откровенно, начистоту, прямо, открытую, явно
ανοιχτά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
åpenlyst, åpent
ανοιχτά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öppet, öppen, att öppet, ett öppet
ανοιχτά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avoimesti, julkisesti, avoimen, avointa
ανοιχτά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
åbent, åbenlyst, åben, åbent at
ανοιχτά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otevřeně, upřímně, veřejně, se otevřeně, otevřené, otevřeněji
ανοιχτά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jawnie, szczerze, otwarcie, otwarty, sposób otwarty
ανοιχτά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyíltan, nyílt, nyilvánosan, nyitottan
ανοιχτά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açıkça, açık, açık bir, açık bir şekilde, açıktan
ανοιχτά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкрито, відверто, публічно, привселюдно, відкрите, відкрита
ανοιχτά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hapur, haptas, haptazi, të hapur, mënyrë të hapur
ανοιχτά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
открито, открито да, явно, открито се, откровено
ανοιχτά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адкрыта, адчынена, адкрыты, адкрытае
ανοιχτά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
avalikult, avatult, avameelselt, läbipaistvalt
ανοιχτά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otvoreno, iskreno, javno, je otvoreno, se otvoreno, slobodno
ανοιχτά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
opinskátt, opinberlega, opinskátt að, opinskátt í
ανοιχτά στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
palam, aperte
ανοιχτά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atvirai, atviriau, viešai, atviri
ανοιχτά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atklāti, atklāta, atklātāk, klaji
ανοιχτά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отворено, отворено се, јавно, отворено да, отворено го
ανοιχτά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deschis, mod deschis, în mod deschis, pe față, in mod deschis
ανοιχτά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odkrito, odprto, javno, bolj javno
ανοιχτά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otvorene, otvoreným