Ерекция στα ελληνικά
Μετάφραση: ерекция, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- епическия στα ελληνικά - επικός, έπος, επική, επικό, επικές, επικά
- еполет στα ελληνικά - επωμίδα, επωμίς
- еретик στα ελληνικά - αιρετικός, αιρετικό, αιρετική, αιρετικού, αιρετικές
- еринии στα ελληνικά - οργή, μανία, λύσσα, Erin, Έριν, η Erin, την Erin, ...
Τυχαίες λέξεις
Ерекция στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
Μεταφράσεις: ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης