Λέξη: αντανακλαστικός

Σχετικές λέξεις: αντανακλαστικός

αντανακλαστικόσ πόνοσ, αντανακλαστικός πόνος στο αυτί, αντανακλαστικός πόνος στον ώμο

Συνώνυμα: αντανακλαστικός

ακούσιος, αντανακλώμενος

Μεταφράσεις: αντανακλαστικός

αντανακλαστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reflecting, reflexive, reflex, reflectional, reflective

αντανακλαστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reflexivo, reflexiva, reflexivos, reflejo, reflexivas

αντανακλαστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abspiegelnd, reflektierend, zurückwerfend, reflexiv, reflexive, reflexiven, reflexiver, reflexives

αντανακλαστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réfléchissant, réflexion, reflétant, réfléchi, réflexive, réflexif, réfléchie, réflexe

αντανακλαστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riflessivo, riflessiva, riflessivi, riflessa, riflessive

αντανακλαστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reflexivo, reflexiva, reflexivos, reflexo, reflexa

αντανακλαστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wederkerend, reflexieve, reflexief, wederkerende, reflectieve

αντανακλαστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возвратный, рефлексивно, рефлексивное, рефлексивным, рефлексивный

αντανακλαστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
refleksiv, refleksive, refleksivt, reflexive, refleks

αντανακλαστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reflexiv, reflexiva, reflexivt, reflex, reflexmässigt

αντανακλαστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
refleksiivinen, refleksiivisen, refleksiivistä, heijasteita, refleksinomaisia

αντανακλαστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
refleksiv, refleksive, refleksivt, den refleksive, reflexive

αντανακλαστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přemýšlení, odraz, reflexivní, reflexní, zvratné, reflexivním

αντανακλαστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odruchowy, zwrotny, zwrotna, refleksyjne, refleksyjny

αντανακλαστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visszaható, reflexív, a reflexív, reflexıv, reflexszerű

αντανακλαστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dönüşlü, refleksif, düşünümsel, dönüşlü bir

αντανακλαστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поворотний, зворотний, зворотній

αντανακλαστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetvetor, refleksiv, refleksive, folje vetvetore, pasqyrues

αντανακλαστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рефлексивен, рефлексивна, рефлексивно, рефлексивната, рефлексивното

αντανακλαστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зваротны, зваротнай, незваротнага

αντανακλαστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
enesekohane, refleksiivne, refleksiivse, refleksiivsed, refleksiivset

αντανακλαστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odbijanja, refleksivan, refleksivna, refleksivno, refleksivnoj, refleksivni

αντανακλαστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reflexive

αντανακλαστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sangrąžinis, reflexive, refleksyvus, Grįžtamojo, grįžtamąjį

αντανακλαστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atgriezenisks, atgriezeniskā, refleksīvas, refleksīva, refleksīvās

αντανακλαστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рефлексивен, рефлексивна, рефлексивни, рефлексивното, мисловен

αντανακλαστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reflexiv, reflexivă, reflexive, reflexiva, reflex

αντανακλαστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
refleksivno, refleksivna, refleksivni, refleksno, refleksna

αντανακλαστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
reflexívne, reflexívna, reflexívny, odrazu, reflexiu
Τυχαίες λέξεις