Игривия στα ελληνικά
Μετάφραση: игривия, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παιχνιδιάρικος, εύθυμος, παιχνιδιάρικο, παιχνιδιάρικη, παιγνιώδη, παιχνιδιάρικα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- играч στα ελληνικά - συμμέτοχος, παίκτης, παίχτης, παίκτη, player, αναπαραγωγής
- игрек στα ελληνικά - Υ, Y, το Υ, Ν
- идеалист στα ελληνικά - ιδεαλιστής, ιδεαλιστική, ιδεαλιστή, ιδεολόγος, ιδεαλιστικές
- идеално στα ελληνικά - ιδεωδώς, ιδανική, ιδανικά, ιδανικό, σε ιδανική, ιδανική περίπτωση
Τυχαίες λέξεις
Игривия στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παιχνιδιάρικος, εύθυμος, παιχνιδιάρικο, παιχνιδιάρικη, παιγνιώδη, παιχνιδιάρικα
Μεταφράσεις: παιχνιδιάρικος, εύθυμος, παιχνιδιάρικο, παιχνιδιάρικη, παιγνιώδη, παιχνιδιάρικα