Λέξη: αποδοκιμασία

Σχετικές λέξεις: αποδοκιμασία

αποδοκιμασία αντώνυμο, αποδοκιμασία νταλάρα, αποδοκιμασία συνώνυμα

Συνώνυμα: αποδοκιμασία

σφύριγμα, γιουχάισμα, ούρλιασμα, κατάκριση

Μεταφράσεις: αποδοκιμασία

αποδοκιμασία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disapproval, disapprobation, reprobation, discountenance, disapproval of

αποδοκιμασία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desaprobación, la desaprobación, rechazo, reprobación, desaprobación de

αποδοκιμασία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ungunst, Missbilligung, Ablehnung, Missfallen

αποδοκιμασία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déplaire, réprobation, défaveur, désapprobation, improbation, la désapprobation, désaccord, de désapprobation

αποδοκιμασία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disapprovazione, la disapprovazione, riprovazione, di disapprovazione, disapprovazione per

αποδοκιμασία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desapontamento, desaprovação, reprovação, a desaprovação, desagrado, desacordo

αποδοκιμασία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwerping, wraking, afkeuring, Disapproval, was Disapproval, waren Disapproval, de afkeuring

αποδοκιμασία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неодобрение, осуждение, несогласие, Disapproval, Disapproval Количество, неодобрения

αποδοκιμασία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
misbilligelse, kjenning, misnøye, motstanden, underkjenning

αποδοκιμασία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ogillande, Disapproval, till Disapproval, missnöje, besviket

αποδοκιμασία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyljeksintä, paheksuminen, epäsuosio, paheksunta, hylkäämisestä, paheksuntaa, paheksunnan, paheksuu

αποδοκιμασία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
misbilligelse, Disapproval, utilfredshed, forkastelse, mishag

αποδοκιμασία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nesouhlas, Disapproval, zamítnutí, neschválení, nesouhlasu

αποδοκιμασία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dezaprobata, nieprzychylność, Disapproval, dezaprobatę, dezaprobaty, odrzucenia

αποδοκιμασία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rosszallás, rosszallását, helytelenítést, helytelenítés, rosszallással

αποδοκιμασία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
onaylamama, itiraz, onaylanmama, disapproval, onaylanmaması

αποδοκιμασία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незгода, осуд, несхвалення

αποδοκιμασία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dënim, mosmiratimi, mosmiratimit, mosmiratimin, mosmiratimi i

αποδοκιμασία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неодобрение, неодобрението, несъгласие, неодобрението си, неодобрително

αποδοκιμασία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
незадавальненне, неўхваленне, неадабрэнне, асуджэнне, незадаволенасць

αποδοκιμασία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pahameel, hukkamõist, hukkamõistu, halvakspanu, rahulolematust, kinnitamata jätnud

αποδοκιμασία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osuda, negodovanje, neslaganje, neodobravanje, neodobravanja, je neodobravanje

αποδοκιμασία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vanþóknun, höfnun

αποδοκιμασία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepritarimas, nepritarimą, nepatvirtinimą, nesutikimą, jam nepalankus

αποδοκιμασία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepiekrišana, nosodījumu, nosodījums

αποδοκιμασία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неодобрување, неодобрувањето, негодување, несогласување, вртат

αποδοκιμασία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezaprobare, Disapproval, dezaprobarea, dezacordul, Disapproval S

αποδοκιμασία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neodobravanje, Sodbo, nestrinjanje, nestrinjanja

αποδοκιμασία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nesúhlas, námietku, námietky, nesúhlasu, svoj nesúhlas
Τυχαίες λέξεις