Λέξη: αποδεσμεύω

Σχετικές λέξεις: αποδεσμεύω

αποδεσμεύω english

Συνώνυμα: αποδεσμεύω

απαλλάττω, απαλλάσω, αθωώνω, απαλλάσσω, συγχωρώ, απαγκιστρώνω

Μεταφράσεις: αποδεσμεύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unleash, unshackle, absolve, disengage
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
unshackle
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entfesseln, befreien, unshackle
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
relaxer, débarrasser, libérer, relâcher, déchaîner, émanciper, désenchaîner, ôter les fers
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
unshackle
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desalgemar, tirar a peia
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontkluisteren, zich reppen, reppen, losmaken, vrijmaken
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
решить, решать, высвободить, развязать, развязывать, разнуздывать, unshackle
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
unshackle
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
unshackle
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
unshackle
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
løsrive
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uvolnit, vyprostit z pout, zbavit okovů
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uwalniać, wyzwalać, wyzwolić, uwalniać z pęt
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bilincseitől megfoszt
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
serbest bırakmak, zincirlerini çıkarmak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розв'язувати, розв'язати, unshackle
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
heq pranga
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
освобождавам, свалям оковите на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
unshackle
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
unshackle
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raskovati, osloboditi okova
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unshackle
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Atleidžiami, Nuimti pančiai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noņemt važas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
освобождавам
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
descătușa, descătușați, elibera
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Raskovati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyslobodiť, vyprostiť, vyslobodit, vyprostit
Τυχαίες λέξεις