Кожа στα ελληνικά
Μετάφραση: кожа, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γδέρνω, δέρμα, δερμάτινος, προβιά, δέρματος, του δέρματος, το δέρμα, επιδερμίδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- кодификация στα ελληνικά - κωδικοποίηση, κωδικοποίησης, την κωδικοποίηση, η κωδικοποίηση, της κωδικοποίησης
- коефициент στα ελληνικά - συντελεστής, παράγοντας, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο
- коза στα ελληνικά - κατσίκα, γίδα, αίγα, κατσίκας, κατσικίσιο
- козина στα ελληνικά - πανέρι, καλάθι, κοφίνι, γούνα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, ...
Τυχαίες λέξεις
Кожа στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γδέρνω, δέρμα, δερμάτινος, προβιά, δέρματος, του δέρματος, το δέρμα, επιδερμίδα
Μεταφράσεις: γδέρνω, δέρμα, δερμάτινος, προβιά, δέρματος, του δέρματος, το δέρμα, επιδερμίδα