Колона στα ελληνικά

Μετάφραση: колона, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στυλοβάτης, στύλος, κολόνα, στήλη, στήλης, της στήλης
Колона στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • количка στα ελληνικά - αυτοκόλλητο, καλάθι
  • колоездене στα ελληνικά - ποδηλασία, ποδήλατο, ποδηλασίας, ποδηλάτου, το ποδήλατο
  • колониализъм στα ελληνικά - αποικιοκρατία, αποικιοκρατίας, την αποικιοκρατία, της αποικιοκρατίας, η αποικιοκρατία
  • колонизация στα ελληνικά - οικισμός, αποικισμός, αποίκιση, αποικισμού, αποικισμό, τον αποικισμό
Τυχαίες λέξεις
Колона στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στυλοβάτης, στύλος, κολόνα, στήλη, στήλης, της στήλης