Λέξη: ασυνάρτητος

Σχετικές λέξεις: ασυνάρτητος

ασυνάρτητος συνώνυμο

Συνώνυμα: ασυνάρτητος

απλωμένος, παρεκβατικός

Μεταφράσεις: ασυνάρτητος

ασυνάρτητος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
incoherent, discursive, rambling, is incoherent

ασυνάρτητος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incoherente, incoherentes, incoherencia

ασυνάρτητος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inkohärent, zusammenhanglos, unzusammenhängend, inkohärenten, inkohärente

ασυνάρτητος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
incohérent, incohérente, incohérentes, incohérents, incohérence

ασυνάρτητος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incoerente, incoerenti, incoerenza, sconnesso

ασυνάρτητος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incoerente, incoerentes, incoerência, incoherent

ασυνάρτητος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onsamenhangend, onsamenhangende, incoherent, incoherente, coherent

ασυνάρτητος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несвязный, сбивчивый, несцементированный, беспорядочный, путаный, непоследовательный, бессвязный, некогерентного, некогерентное, некогерентным, некогерентный

ασυνάρτητος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
usammenhengende, inkoherent, inkoherente, selvmotsigende, inkonsekvent

ασυνάρτητος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
osammanhängande, inkoherent, inkonsekvent, inkoherenta, inkonsekventa

ασυνάρτητος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäyhtenäinen, hajanainen, sekava, epäjohdonmukainen, epäjohdonmukaisia

ασυνάρτητος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
usammenhængende, inkonsekvent, inkonsekvente, inkohærent

ασυνάρτητος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nesouvislý, nekoherentní, nesouvislá, nesoudržná, nesoudržné

ασυνάρτητος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niespójny, chaotyczny, bezładny, niekonsekwentny, nieskładny, niespójne, niespójna, niespójną, niespójnych

ασυνάρτητος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zavaros, összefüggéstelen, inkoherens, következetlen, koherens

ασυνάρτητος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tutarsız, uyumsuz, tutarsız bir, anlamsız, incoherent

ασυνάρτητος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приєднування, увімкнення, зарахування, нескладний, незв'язний, бессвязних, безладний, безладна

ασυνάρτητος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shkrifët, i palidhur, shkrifët, koherente, e shkrifët

ασυνάρτητος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непоследователен, непоследователна, несъгласувано, несвързан, некохерентна

ασυνάρτητος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
няскладны, без сувязі

ασυνάρτητος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järjekindlusetu, seosetu, seosetud, seosetuks, seosetut, mittekoherentse

ασυνάρτητος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedosljedan, nejasan, nekoherentno, nekoherentna, nesuvislo, nekoherentni

ασυνάρτητος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samhengislaust, incoherent, samhengislausu

ασυνάρτητος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nenuoseklus, padrikas, nenuoseklios, padrika

ασυνάρτητος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nesakarīgs, nesakarīga, nesakarīgi, nesaskan, nesakarīgas

ασυνάρτητος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неповрзано, неповрзан, некохерентен, некохерентно, некохерентна

ασυνάρτητος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
incoerent, incoerentă, incoerente, incoerenta, incoherent

ασυνάρτητος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nekoherentní, nepovezano, neskladna, nepovezana, neskladni, nedosledna

ασυνάρτητος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nekoherentní, nesúvislý, prerušovaný, nekoherentný
Τυχαίες λέξεις