Конфликт στα ελληνικά

Μετάφραση: конфликт, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάχη, αγώνας, αγωνίζομαι, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις
Конфликт στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • конфискуване στα ελληνικά - επίταξη, κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη, την κατάσχεση, σπασμών
  • конфискуват στα ελληνικά - δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
  • конфронтация στα ελληνικά - αντιμετώπιση, διαμάχη, αναμέτρηση, αντιπαράθεση, αντιπαράθεσης, σύγκρουση
  • концентрат στα ελληνικά - συμπυκνώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, επικεντρωθούν, να επικεντρωθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Конфликт στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάχη, αγώνας, αγωνίζομαι, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις