Кос στα ελληνικά
Μετάφραση: кос, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κότσυφας, λοξός, λοξότητα, λοξή, παραποιήσει, skew
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- корсаж στα ελληνικά - κορσάζ, καρφίτσα, corsage, κορσάζ καρφίτσα
- корсет στα ελληνικά - κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
- коса στα ελληνικά - κοτσίδα, δρεπάνι, πτυχή, μαλλιά, τρίχα, μαλλιών, τα μαλλιά, ...
- косинус στα ελληνικά - συνημίτονο, συνημίτονου, συνημιτόνου, συνημιτονοειδούς, συνημιτονοειδή
Τυχαίες λέξεις
Кос στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κότσυφας, λοξός, λοξότητα, λοξή, παραποιήσει, skew
Μεταφράσεις: κότσυφας, λοξός, λοξότητα, λοξή, παραποιήσει, skew