Λέξη: αυτοσχεδιάζω

Σχετικές λέξεις: αυτοσχεδιάζω

αυτοσχεδιάζω αγγλικά, αυτοσχεδιάζω στα αγγλικά

Συνώνυμα: αυτοσχεδιάζω

ξελογιάζω, ανακαινίζω, επισκευάζω, ερωτοτροπώ, μαγεύω

Μεταφράσεις: αυτοσχεδιάζω

αυτοσχεδιάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
improvise, vamp, extemporize, I improvise

αυτοσχεδιάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
improvisar, improvisación, de improvisar, improvise, improvisa

αυτοσχεδιάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
improvisieren, zu improvisieren, improvisiert, Improvisation

αυτοσχεδιάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
improvisez, improvisent, improvisons, improviser, improvisation, improviser des, d'improviser, improvise

αυτοσχεδιάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
improvvisare, improvvisazione, di improvvisare, improvvisa, improvvisarsi

αυτοσχεδιάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
improvisar, melhorar, reparar, improvise, improvisam, improviso, improvisação

αυτοσχεδιάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
improviseren, te improviseren, improvisatie, improviseer, improviseert

αυτοσχεδιάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смастерить, импровизировать, импровизации, импровизируют, сымпровизировать

αυτοσχεδιάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
improvisere, improviserer, å improvisere, impro, improviserte

αυτοσχεδιάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
improvisera, improviserar, improvisera för, improvisera fram, improvisation

αυτοσχεδιάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
improvisoida, improvisoimaan, improvisoi, improvisoivat, improvisointia

αυτοσχεδιάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
improvisere, improviserer, at improvisere, improviseres

αυτοσχεδιάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
improvizovat, improvizace, improvizaci, improvizují

αυτοσχεδιάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaimprowizować, improwizować, improwizacji, improwizację, improwizują

αυτοσχεδιάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
improvizál, improvizálni, rögtönözni, improvizálniuk, improvizálunk

αυτοσχεδιάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uydurmak, doğaçlama, improvise, doğaçlamaya

αυτοσχεδιάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
імпровізатор, імпровізувати

αυτοσχεδιάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
improvizoj, improvizuar, improvizojnë, të improvizoj, improvizojë

αυτοσχεδιάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
импровизирам, импровизира, импровизират, се импровизира, импровизирате

αυτοσχεδιάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імправізаваць

αυτοσχεδιάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
improviseerima, improviseerida, improviseerib, improviseerivad

αυτοσχεδιάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
improvizirati, improviziraju, improvizacije, improvizaciju, improvizacija

αυτοσχεδιάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spinna, að spinna

αυτοσχεδιάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
improvizuoti, improvizuoja, improvizuoju, improvizuoju kaip

αυτοσχεδιάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
improvizēt, improvizē, improvizācijai, improvizētu

αυτοσχεδιάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
импровизира, се импровизира, импровизираат, импровизираме, импровизации

αυτοσχεδιάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
improviza, improvizeze, improvizezi, improvizez, improvizează

αυτοσχεδιάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
improvizirati, improvizirali, improvizirajo, improvizacijo, improviziral

αυτοσχεδιάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
improvizovať, improvizovat
Τυχαίες λέξεις