Λέξη: αυτοπεποίθηση

Σχετικές λέξεις: αυτοπεποίθηση

αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση η τέχνη ν’ αποκτάς αυτά που θέλεις, αυτοπεποίθηση αποφθέγματα, αυτοπεποίθηση τεστ, αυτοπεποίθηση παιδιού, αυτοπεποίθηση συνώνυμο, αυτοπεποίθηση λεξικο, αυτοπεποίθηση αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση βικιλεξικο

Συνώνυμα: αυτοπεποίθηση

εμπιστοσύνη, εκμυστήρευση, εχεμύθεια, σιγουριά, αυτοδυναμία, αυτοπροβολή, αυθαιρεσία

Μεταφράσεις: αυτοπεποίθηση

αυτοπεποίθηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
self-confidence, confidence, confident, confidently

αυτοπεποίθηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confianza, confidencia, la confianza, de confianza, confianza de, confianza del

αυτοπεποίθηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
selbstvertrauen, vertrauen, zuversicht, selbstsicherheit, Vertrauen, Zuversicht, das Vertrauen, Vertrauen der

αυτοπεποίθηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confiance, fermeté, assurance, certitude, crédit, foi, croyance, aplomb, sûreté, intimité, confidence, la confiance, de confiance, confiance du

αυτοπεποίθηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fede, baldanza, confidenza, fiducia, affidamento, la fiducia, sicurezza, fiducia dei

αυτοπεποίθηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fé, confiança, a confiança, de confiança, confiança de, confiança dos

αυτοπεποίθηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geloof, fiducie, vertrouwen, vertrouwelijkheid, het vertrouwen, vertrouwen van, het vertrouwen van, zelfvertrouwen

αυτοπεποίθηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самонадеянность, уверенность, самоуверенность, апломб, доверие, доверия, уверенности, доверительный

αυτοπεποίθηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tillit, selvtillit, tilliten, tillit til, trygghet

αυτοπεποίθηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillförsikt, självförtroende, förtroende, tillit, förtroendet, förtroende för

αυτοπεποίθηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itsevarmuus, usko, itseluottamus, luottamus, varmuus, luottamusta, luottamuksen, luottamusta ja, luottaa

αυτοπεποίθηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tillid, tilliden, tillid til, selvtillid

αυτοπεποίθηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sebedůvěra, jistota, důvěrnost, přesvědčení, spolehnutí, důvěra, sebejistota, důvěry, důvěru, spolehlivosti, sebevědom

αυτοπεποίθηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaufanie, tupet, ufność, poufność, sprawność, zwierzenie, pewność, pewność siebie, wiara, zaufania

αυτοπεποίθηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bizalom, pökhendiség, bizakodás, elbizakodottság, bizalmat, bizalmát, bizalommal, vetett bizalom

αυτοπεποίθηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itimat, güven, confidence, güveni, güven düzeyi, güvenin

αυτοπεποίθηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самовпевненість, певність, довіра, упевненість, впевненість, переконання, впевненості

αυτοπεποίθηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
besim, besimi, e besimit, besimit të, besimi i

αυτοπεποίθηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доверие, увереност, доверието, доверието на, на доверието

αυτοπεποίθηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
упэўненасць, ўпэўненасць, ўпэўненасьць, упэўненасьць, перакананасць

αυτοπεποίθηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saladus, usaldus, enesekindlus, kindlustunne, usaldust, usalduse, kindlustunde, kindlustunnet

αυτοπεποίθηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
samopouzdanje, smjelost, pouzdanje, povjerenje, povjerenju, povjerenja, pouzdanosti, pouzdanost

αυτοπεποίθηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
traust, sjálfstraust, tiltrú, trausti, trú

αυτοπεποίθηση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fides, fiducia

αυτοπεποίθηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsitikinimas, pasitikėjimas, pasitikėjimą, pasitikėjimo, confidence, pasitik

αυτοπεποίθηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzticēšanās, uzticība, pārliecība, uzticības, uzticību

αυτοπεποίθηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доверба, довербата, сигурност, самодоверба, довербата на

αυτοπεποίθηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
încredere, probleme, încrederea, încrederii, de încredere

αυτοπεποίθηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaupanje, zaupanja, samozavest, zaupanja v

αυτοπεποίθηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dôvera, dôveru, dôvery

Στατιστικά δημοτικότητας: αυτοπεποίθηση

Τυχαίες λέξεις