Λέξη: αυτοματοποιώ

Μεταφράσεις: αυτοματοποιώ

αυτοματοποιώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
automate, automates, It automates, automating, is automated

αυτοματοποιώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
Automatiza, Automatiza la, autómatas, Automatiza el, automates

αυτοματοποιώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
automat, Automatisiert, Automates, Automaten, automatisiert die

αυτοματοποιώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
automatisent, automatisons, automatisez, automatiser, Automates, automatise, des automates, les automates, automatise la

αυτοματοποιώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
Automates, automatizza, automi, di automatizzare, Automatizza la

αυτοματοποιώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
automatizar, Automatiza, Automates, Automatiza o, automatiza a, autômatos

αυτοματοποιώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
automatiseert, automates, automaten, automatiseert de, automatiseert het

αυτοματοποιώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вводить, автоматизировать, автоматизироваться, Автоматизация, Автоматизирует, Автоматы, автоматизирует работу

αυτοματοποιώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Automatiserer, Auto, automater, Automates, automat

αυτοματοποιώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
automatiserar, Auto, Automates, automater, automat

αυτοματοποιώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
Automates, automaatte-, Automatisoi, automaatte- ja

αυτοματοποιώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Automates, automatiserer

αυτοματοποιώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
automatizovat, zautomatizovat, automatizuje, automaty, Automates, Plně automatické

αυτοματοποιώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
automatyzować, zautomatyzować, automatyzuje, Automates, Automaty, automatyczne do

αυτοματοποιώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
Automates, Automatizálja, automaták

αυτοματοποιώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Automates, otomatikleştirir, otomatları, otomatikleştiren, ve otomatikleştirir

αυτοματοποιώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автоматизуйте, автоматизувати, Автоматизація, Автоматизация, автоматизації

αυτοματοποιώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
automatizojnë, automatizon, automates

αυτοματοποιώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Автоматизира

αυτοματοποιώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аўтаматызацыя, аўтаматызацыі

αυτοματοποιώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
automatiseerima, Automates, Automatiseerib, automaatidena, Automatiseerib toiminguid

αυτοματοποιώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
automatizirati, automatizira, automatizirajuigračeve, automatizira u, sustav automatizira, automatiziraju

αυτοματοποιώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Automates, sjálfvirkan

αυτοματοποιώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
automatizuoja, automatai, Automatizuotos, sistema automatizuoja, automatizuoti

αυτοματοποιώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
automāti, automatizē, Automates, ar automātisku

αυτοματοποιώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
автомати, автоматизирани

αυτοματοποιώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
automatizează, automate speciale, automatelor, automatizeaza

αυτοματοποιώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
avtomati, avtomatizira, avtomatizira opravila, za vsako priložnost

αυτοματοποιώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
automatizuje, automatizuje tvorbu, automatizácii
Τυχαίες λέξεις