Къмпинг στα ελληνικά

Μετάφραση: къмпинг, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκήνωση, καταυλισμός, κάμπινγκ, camping, κατασκήνωσης, το κάμπινγκ
Къмпинг στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • кучка στα ελληνικά - σκύλα, θηλυκό, σκύλας, η σκύλα, πουτάνα
  • кушетка στα ελληνικά - ντιβάνι, καναπές, ανάκλιντρο, καναπέ, στον καναπέ, κλίνη
  • къртица στα ελληνικά - τυφλοπόντικας, μόλος, mole, γραμμομόριο, γραμμομόρια, γραμμομοριακή
  • къртица' στα ελληνικά - μόλος, τυφλοπόντικας, mole, γραμμομόριο, γραμμομόρια, γραμμομοριακή
Τυχαίες λέξεις
Къмпинг στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκήνωση, καταυλισμός, κάμπινγκ, camping, κατασκήνωσης, το κάμπινγκ