Λέξη: συμπιεστής

Σχετικές λέξεις: συμπιεστής

συμπιεστής ψυγείου, συμπιεστής a c αυτοκινητων, συμπιεστής απορριμμάτων, συμπιεστής κλιματιστικού, συμπιεστήσ ελατηρίων αμορτισέρ, συμπιεστής αέρα, συμπιεστής χαρτιού, συμπιεστήσ εδάφουσ, συμπιεστής χαρτιού για ανακύκλωση, συμπιεστής ψυκτικού κυκλώματος

Συνώνυμα: συμπιεστής

συμπυκνωτής, ψυκτήρας, συγκεντρωτικός φακός

Μεταφράσεις: συμπιεστής

συμπιεστής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
compressor, condenser, compressor is

συμπιεστής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
compresor, compresor de, del compresor, el compresor, compresores

συμπιεστής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verdichter, schließmuskel, Kompressor, Verdichter, Kompressors

συμπιεστής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compresseur, compresseurs, le compresseur, compression, du compresseur

συμπιεστής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compressore, del compressore, compressori, il compressore

συμπιεστής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compressor, compressor de, do compressor, compressores, de compressor

συμπιεστής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
compressor, de compressor, compressoren

συμπιεστής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
компрессор, компрессора, компрессорное, компрессором, компрессоров

συμπιεστής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kompressor, kompressoren

συμπιεστής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kompressor, kompressorn, kompressorns

συμπιεστής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahdin, kompressori, kompressorin, kompressoria, kompressoriin, kompressorilla

συμπιεστής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kompressor, kompressoren, kompressorens, kompressorer

συμπιεστής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kompresor, kompresoru, kompresorové, kompresory, kompresorů

συμπιεστής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kompresor, sprężarka, sprężarki, kompresora, sprężarek

συμπιεστής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kompresszor, kompresszort, a kompresszor, kompresszorok, kompresszorral

συμπιεστής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kompresör, kompresörü, kompresörlümü, kompresörün

συμπιεστής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
компресор, компрессор

συμπιεστής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kompresor, kompresorit, kompresori, compressor, të kompresor

συμπιεστής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
компресор, компресора, на компресора, компресори, компресорно

συμπιεστής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кампрэсар

συμπιεστής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kompressor, kompressori, compressor, kompressorit, kompressoriga

συμπιεστής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kompresor, kompresora, kompresor za, kompresorom

συμπιεστής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þjöppu, þjappa, þjöppunni, þjappan

συμπιεστής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kompresorius, kompresoriaus, kompresorių, kompresoriai

συμπιεστής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kompresors, kompresoru, kompresora, compressor

συμπιεστής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
компресор, компресорот, на компресорот, компресори, компресорот за

συμπιεστής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
compresor, compresorului, compresore, compresor de, a compresorului

συμπιεστής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kompresor, kompresorja, compressor, kompresor za

συμπιεστής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kompresor, kompresora, kompresorov
Τυχαίες λέξεις