Лекарка στα ελληνικά
Μετάφραση: лекарка, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιατρός, γιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лейтенант στα ελληνικά - υπολοχαγός, υπολοχαγό, υπολοχαγού, ανθυπολοχαγός, υπολοχαγών
- лекар στα ελληνικά - ιατρός, γιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
- лекарство στα ελληνικά - παστώνω, αλατίζω, θεραπεύω, ναρκωτικό, καπνίζω, φάρμακο, ιατρική, ...
- лексикография στα ελληνικά - λεξικογραφία, Λεξικογραφίας, τη λεξικογραφία, η λεξικογραφία, λεξικογραφικού
Τυχαίες λέξεις
Лекарка στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιατρός, γιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
Μεταφράσεις: ιατρός, γιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού