Λέξη: βαλβίδα

Σχετικές λέξεις: βαλβίδα

βαλβίδα ρύθμισης του ρελαντί παροχή αέρα, βαλβίδα αντεπιστροφής αεροσυμπιεστή, βαλβίδα εκτόνωσης, βαλβίδα egr, βαλβίδα αορτής, βαλβίδα αντεπιστροφής, βαλβίδα ασφαλείας, βαλβίδα καρδιάς, βαλβίδα εγκεφάλου, βαλβίδα διακοπής

Συνώνυμα: βαλβίδα

δικλίδα, θυρίδα, αερβαλβίδα, λυχνία

Μεταφράσεις: βαλβίδα

βαλβίδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
valve, valve is, the valve

βαλβίδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
válvula, válvula de, la válvula, de válvula, de la válvula

βαλβίδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elektronenröhre, radioröhre, ventil, Ventil, Ventils

βαλβίδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
valve, lampe, soupape, piston, volet, clapet, vanne, robinet

βαλβίδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
valvola, valvola di, della valvola, valvole, valvola a

βαλβίδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
valorizar, válvula, apreciar, valor, válvula de, da válvula, de válvula, válvulas

βαλβίδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ventiel, schuif, klep, afsluiter, kraan, kleppen

βαλβίδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пистон, створка, клапан, золотник, лампа, вальва, вентиль, клапана, клапаном, клапанов

βαλβίδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ventil, ventilen

βαλβίδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ventil, ventilen

βαλβίδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
läppä, tyhjiöputki, putki, radioputki, venttiili, venttiilin, venttiiliä, venttiiliin, venttiilien

βαλβίδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ventil, ventilen, ventilens, kontraventil

βαλβίδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ventilek, ventil, záklopka, klapka, chlopeň, ventilu, ventilem, ventilů, ventily

βαλβίδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klapa, wentyl, zastawka, zawór, zaworu, zaworem, zaworów, zaworowy

βαλβίδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szelep, szelepet, szeleppel, szelepen, szelepek

βαλβίδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
supap, valf, vana, valfi, vanası, valfı

βαλβίδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стулка, вентиль, золотник, клапан, хлипак

βαλβίδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
valvul, valvula, valvulave, valve, e valvulave

βαλβίδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клапан, вентил, клапа, клапана, вентила

βαλβίδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лямпа, клапан

βαλβίδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kraan, ventiil, klapp, ventiili, klapi, valve

βαλβίδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ventil, zasun, razvodnik, krilo, klip, ventilima, ventila, ventil za, ventilom

βαλβίδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
loki, loka, lokinn, ventla

βαλβίδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vožtuvas, vožtuvo, ventilis, vožtuvą, vožtuvų

βαλβίδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vārsts, ventilis, vārstu, vārsta, valve

βαλβίδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вентил, вентилот, вентилите, вентили, вентил за

βαλβίδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
supapă, supapei, supapa, ventil, robinet

βαλβίδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ventil, záklopka, ventila, ventilov, ventilom

βαλβίδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
záklopka, ventil, ventilu

Στατιστικά δημοτικότητας: βαλβίδα

Τυχαίες λέξεις