Лекция στα ελληνικά

Μετάφραση: лекция, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νουθετώ, διάλεξη, διάλεξης, ομιλία, διαλέξεων, διδασκαλίας
Лекция στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • лексическия στα ελληνικά - λεξιλογικές, λεξιλογικό, λεξιλογική, λεξιλογικών, λεξικές
  • лектор στα ελληνικά - υφηγητής, λέκτορας, καθηγητής, διδάσκοντος, ομιλητής, Λέκτορα
  • ленивци στα ελληνικά - τεμπέλης, νωχελής, βραδύποδες, sloths
  • лента στα ελληνικά - ταινία, ταινίας, κασέτα, ταινιών, κασέτας
Τυχαίες λέξεις
Лекция στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νουθετώ, διάλεξη, διάλεξης, ομιλία, διαλέξεων, διδασκαλίας