Λέξη: βανίλια

Σχετικές λέξεις: βανίλια

βανίλια σοκολάτα, βανίλια φυσική, βανίλια φρούτο θερμίδες, βανίλια σκόνη, βανίλια κανέλα, βανίλια υποβρύχιο, βανίλια δέντρο, βανίλια μαινάλου, βανίλια εκχύλισμα, βανίλια φρούτο, παγωτό βανίλια

Συνώνυμα: βανίλια

βανίλλη

Μεταφράσεις: βανίλια

βανίλια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vanilla, of vanilla

βανίλια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vainilla, de vainilla, la vainilla, vanilla, de la vainilla

βανίλια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vanille, Vanille, vanilla, Vanille-

βανίλια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vanille, vanillier, la vanille, de vanille, vanillé, à la vanille

βανίλια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vaniglia, di vaniglia, alla vaniglia, vanilla, la vaniglia

βανίλια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
baunilha, de baunilha, vanilla, da baunilha, a baunilha

βανίλια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vanille, vanilla, de vanille, van vanille

βανίλια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ваниль, ванили, ванильный, ванильным, ванильного

βανίλια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vanilje, vanilla

βανίλια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vanilj, vanilla

βανίλια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vanilja, vaniljaa, vaniljan, vanilla, vaniljasokeri

βανίλια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vanille, vanilje, vanilla

βανίλια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vanilka, vanilkovou, vanilková, vanilky, vanilkový

βανίλια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wanilia, waniliowy, wanilii, vanilla, waniliowym

βανίλια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vanília, vaníliás, vanilla, a vanília, vaníliával

βανίλια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vanilya, vanilyalı, vanilla

βανίλια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ванільний, ваніль, ваниль

βανίλια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vanilje, vaniljen, me vanilje, vaniljes, vanilla

βανίλια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ванилия, ванилов, ванилията, на ванилия

βανίλια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ваніль

βανίλια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vanill, tavaline, vanilli, vanilje, vanilla, vanillist

βανίλια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vanilija, vanilije, od vanilije, vaniliju, Vanilla

βανίλια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vanillu, Vanilla, vanilluís, vanillujurt, vanilludropar

βανίλια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vanilė, vanilinis, vanilės, Vaniliniai, vaniliniais

βανίλια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vaniļa, vaniļas, un vaniļas, vaniļu

βανίλια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ванила, ванилин, ванилата, од ванила, на ванила

βανίλια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vanilie, de vanilie, vanilat, vaniliei, vanilia

βανίλια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vanilla, vanilija, vanilije, vanilijev, vanilijeva

βανίλια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vanilkový, vanilka, vanilky

Στατιστικά δημοτικότητας: βανίλια

Τυχαίες λέξεις