Λέξη: βαμβακερός
Σχετικές λέξεις: βαμβακερός
σπάγγος βαμβακερός, αντώνης βαμβακερός, σπάγκος βαμβακερός, βαμβακερός καμβάς, υπνόσακος βαμβακερός
Μεταφράσεις: βαμβακερός
βαμβακερός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cotton, in cotton
βαμβακερός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
algodón, en el algodón, de algodón, del algodón, el algodón
βαμβακερός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
baumwolle, garn, nähfaden, in, im, bei, in der, auf
βαμβακερός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coton, cotonnier, en, dans, à, au, de
βαμβακερός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cotone, in cotone, del cotone
βαμβακερός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
algodão, em, no, na, de, nos
βαμβακερός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
katoen, in, op, in de, in het, van
βαμβακερός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хлопок, нить, вата, хлопчатник, нитка, хлопка, в хлопке, из хлопка, на хлопке, в хлопковом
βαμβακερός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bomull, i, på, inn, Script, igjen
βαμβακερός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bomull, i bomull, för bomull, bomulls, med bomull
βαμβακερός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vanu, pumpuli, puuvilla, puuvillan, puuvillaa, puuvillasta
βαμβακερός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bomuld, i bomuld, for bomuld, med bomuld, sig med bomuld
βαμβακερός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bavlna, bavlník, v bavlně, bavlněné, bavlnou, s bavlnou
βαμβακερός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bawełna, wata, bawełny, bawełną, i jedwabiu, i jedwabiu na, bawełnę
βαμβακερός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyapot, vatta, pamut, a gyapot, gyapotföldek, a pamutárak
βαμβακερός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pamuk, pamukta, pamuklu, pamuktaki
βαμβακερός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
полюбити, покохати, вата, бавовник, бавовну, бавовни, бавовняна
βαμβακερός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pambuk, në pambuku, në pambuk, me pambuk, me pambuk e, në pambuku produkte
βαμβακερός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
памук, в, на, по, през, във
βαμβακερός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бавоўны
βαμβακερός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puuvill, vatt, puuvilla, puuvillane, Puuvillahindade, puuvillast, puuvillal
βαμβακερός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pamučnoj, pamuk, pamučan, pamuka, u, na, je u, se u, za
βαμβακερός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
baðmull, í bómull
βαμβακερός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
medvilnė, medvilnės, iš medvilnės, medvilne
βαμβακερός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kokvilna, kokvilnas, kokvilnu
βαμβακερός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
памукот, во памук, со памук, во памучна, од Памук
βαμβακερός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bumbac, în, in, la, din, într
βαμβακερός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bombaž, v, pri, na, iz, leta
βαμβακερός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bavlna, v, na