Лишения στα ελληνικά

Μετάφραση: лишения, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κακουχία, ένδεια, εξαθλίωση, ανέχεια, ανέχειας, εξαθλίωσης
Лишения στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • лишей στα ελληνικά - λειχήνες, λειχήνα, λειχήνων, λειχήνας, lichen
  • лишение στα ελληνικά - στέρηση, στερήσεις, στέρησης, στερητικές, ανέχεια
  • лоб στα ελληνικά - μέτωπο, κούτελο, λοβός, λοβού, λοβό, λοβών, λοβό του
  • лов στα ελληνικά - κυνήγι, κυνηγώ, θήρα, το κυνήγι, θήρας, κυνηγιού
Τυχαίες λέξεις
Лишения στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κακουχία, ένδεια, εξαθλίωση, ανέχεια, ανέχειας, εξαθλίωσης