Λέξη: βενζίνη

Σχετικές λέξεις: βενζίνη

βενζίνη στη βουλγαρία, βενζίνη super lrp, βενζίνη ονειροκρίτης, βενζίνη super, βενζίνη τιμή, βενζίνη ή diesel, βενζίνη 100 οκτανίων, βενζίνη ή πετρέλαιο, βενζίνη lrp, βενζίνη σούπερ

Συνώνυμα: βενζίνη

αέριο, φωταέριο, γκαζολίνη, μπούρδα

Μεταφράσεις: βενζίνη

βενζίνη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
petrol, gas, gasoline, benzene, fuel

βενζίνη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gasolina, bencina, gas, la gasolina, de gasolina, gasolina de, gasolinas

βενζίνη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gaspedal, blähungen, gas, blähsucht, aufgeblasenheit, blähung, benzin, benzinmotorsäge, Benzin, Otto, Benzin-

βενζίνη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gaz, essence, benzine, gazer, flatulence, accélérateur, l'essence, d'essence, de l'essence

βενζίνη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
benzina, gas, a benzina, di benzina, la benzina, della benzina

βενζίνη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gás, alho, petrificar, gasolina, benzina, a gasolina, de gasolina, da gasolina, gasolina de

βενζίνη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gas, benzine, gasoline, benzinemotor, benzine-, de benzine

βενζίνη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
газолин, бензобак, бензин, бензовоз, газ, горючее, бензиновая, бензина, бензиновый, бензиновых

βενζίνη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gass, bensin, bensinen

βενζίνη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bensin, bensinen, gasoline

βενζίνη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kerskailla, kaasu, bensiini, bensiinin, bensiiniä, bensiinistä, bensiiniin

βενζίνη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gas, benzin, benzinen, benzin-

βενζίνη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plyn, benzín, benzínu, benzin, benzinu, benzinového

βενζίνη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gazować, gazolina, benzyna, gaz, gazownictwo, benzyny, benzynowy, benzynowych, benzynę

βενζίνη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gáz, üzemanyag, benzin, benzines, benzint, a benzin, benzinnel

βενζίνη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
benzin, benzinli, benzini, gazolin

βενζίνη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
газ, бензин, газова, газовий

βενζίνη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
naftë, benzinë, benzinës, benzina, të benzinës, gazolinë

βενζίνη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бензин, газ, бензина, бензинов, на бензин, бензинови

βενζίνη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бензін, бэнзін

βενζίνη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
bensiin, gaasipedaal, gaasitama, bensiini, bensiinimootoriga, bensiiniga, bensiinifraktsioonide

βενζίνη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plin, benzin, gas, plina, plinom, benzina, benzinski, benzinskih, benzinu

βενζίνη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gas, bensín, bensíni

βενζίνη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dujos, benzinas, benzino, benzininis, benziną

βενζίνη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
benzīns, gāze, benzīna, benzīnu

βενζίνη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гас, бензин, бензинот, на бензинот, бензински, на бензин

βενζίνη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
benzină, gaz, benzina, benzinei, pe benzina, pe benzină

βενζίνη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bencin, plin, bencina, gasoline, bencinski

βενζίνη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plyn, plynový, benzínový, benzín, Diesel, benzínu

Στατιστικά δημοτικότητας: βενζίνη

Τυχαίες λέξεις