Лоцман στα ελληνικά
Μετάφραση: лоцман, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιλότος, πιλοτάρω, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лопатка στα ελληνικά - σκαπάνη, μυστρί, κουπί, πτερύγιο, αναδευτήρα, με πτερύγια, κουτάλας
- лорд στα ελληνικά - αλέθω, τρίζω, αγγαρεία, λιώνω, άρχοντας, άρχοντα, κύριος, ...
- лош στα ελληνικά - κακός, σατανικός, κακή, κακό, κακές, άσχημα
- лошава στα ελληνικά - άλογο, loshava
Τυχαίες λέξεις
Лоцман στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιλότος, πιλοτάρω, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
Μεταφράσεις: πιλότος, πιλοτάρω, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική