Λέξη: στοχαστικός

Σχετικές λέξεις: στοχαστικός

στοχαστικός δείκτης, στοχαστικός δυναμικός προγραμματισμός, στοχαστικός συνώνυμα, στοχαστικός λογισμός, στοχαστικός διάλογος, στοχαστικός πίνακας, στοχαστικός ορισμός, στοχαστικός προγραμματισμός

Συνώνυμα: στοχαστικός

ανακλαστικός, σκεπτικός, αναμασητικός

Μεταφράσεις: στοχαστικός

στοχαστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contemplative, reflective, thoughtful, stochastic

στοχαστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contemplativo, contemplativa, contemplación, contemplativos

στοχαστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besinnlich, beschaulich, nachdenklich, kontemplativ, kontemplativen

στοχαστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contemplatif, contemplative, contemplation, contemplatifs

στοχαστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contemplativo, contemplativa, contemplative, contemplazione

στοχαστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contemplativo, contemplativa, contemplative, contemplação, contemplativos

στοχαστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beschouwend, contemplatieve, contemplatief, beschouwende, de contemplatieve

στοχαστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
созерцательный, задумчивый, созерцательной, созерцательное, созерцательная, созерцательного

στοχαστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kontemplativ, kontemplative, Tanke, tankefull, kontemplativt

στοχαστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kontemplativ, kontemplativa, kontemplativt, tank, kontemplativ person

στοχαστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mietiskelevä, mietiskelevän, kontemplatiivisen, kontemplatiivista, kontemplatiivinen

στοχαστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kontemplative, kontemplativ, eftertænksom, kontemplativt, contemplative

στοχαστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kontemplativní, rozjímavý, hloubavý, hloubavá, zamyšleně

στοχαστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kontemplacyjny, kontemplacyjne, kontemplacyjnej, kontemplacyjnego, kontemplacyjna

στοχαστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elmélkedő, szemlélődő, kontemplatív, szemlélõdõ, a szemlélődő

στοχαστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşünceye dalmış, dalgın, tefekkür, düşünceli, dalmış

στοχαστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
споглядальний, задумливий, задуманий, замислений

στοχαστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
soditës, ëndërrimtar, meditues, soditëse, kundruese

στοχαστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съзерцателен, съзерцателна, съзерцателно, съзерцателния, съзерцателната

στοχαστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сузіральны, кантэмпляцыйы

στοχαστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõtisklev, mõtisklevat, kontemplatiivsed, contemplative, kontemplatiivse

στοχαστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kontemplativan, kontemplativna, kontemplativni, kontemplativno, kontemplativnu

στοχαστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugleiðslukennd, íhugunar

στοχαστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mąslus, kontempliatyvi, kontempliatyvios, contemplativae, kontempliatyvus

στοχαστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kontemplatīvs, vērojošs, kontemplācija

στοχαστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
контемплативен, контемплативна, контемплативно, контемплативни, контемплативниот

στοχαστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
contemplativ, contemplativă, contemplative, contemplativa

στοχαστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kontemplativno, kontemplativni, kontemplativnega, kontemplativna, kontemplativne

στοχαστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozjímavý
Τυχαίες λέξεις