Λέξη: παράλειψη
Σχετικές λέξεις: παράλειψη
παράλειψη english, παράλειψη ή παράληψη, παράλειψη μου, παράλειψη δόσης αντιβίωσης, παράλειψη λεξικό, παράλειψη αντισυλληπτικού, παράλειψη ως ανθρώπινη συμπεριφορά, παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής, παράλειψη προαγωγής, παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας
Συνώνυμα: παράλειψη
παράβαση συμβολαίου, φυγοδικία, αθέτηση, απουσία, αμέλεια, αποτυχία, βλάβη, πτώχευση, τζίφος, χρεοκοπία, αποστασία, λιποταξία, αποσκίρτηση, εγκατάλειψη, παραμέληση, ερήμωση
Μεταφράσεις: παράλειψη
παράλειψη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
omission, oversight, failure, default, dereliction, failure to
παράλειψη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inadvertencia, omisión, supervisión, descuido, fracaso, fallo, falla, insuficiencia, el fracaso
παράλειψη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übersicht, aufsicht, unterlassung, versehen, beaufsichtigung, Scheitern, Misserfolg, Versagen, Ausfall, Versäumnis
παράλειψη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inadvertance, contrôle, omission, oubli, bévue, inspection, échec, défaillance, insuffisance, panne, défaut
παράλειψη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
svista, supervisione, sorveglianza, omissione, fallimento, guasto, mancata, insufficienza, mancato
παράλειψη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
falha, fracasso, insuficiência, falha de, falência
παράλειψη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzuim, mislukking, storing, het falen, falen, het niet
παράλειψη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пробел, упущение, оплошность, опущение, недосмотр, присмотр, пропуск, надзор, отказ, недостаточность, неудача, провал, сбой
παράλειψη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forglemmelse, tilsyn, svikt, fiasko, feil
παράλειψη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förbiseende, misslyckande, fel, inte, underlåtenhet, misslyckas
παράλειψη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laiminlyönti, laiminlyöminen, poisjättäminen, valvonta, erehdys, silmälläpito, tarkkailu, vika, epäonnistuminen, vajaatoiminta, epäonnistumisen, jättäminen
παράλειψη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fiasko, svigt, manglende, ikke, fejl
παράλειψη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nedopatření, vynechávka, zanedbání, dozor, dohled, vynechání, opomenutí, kontrola, selhání, porucha, výpadku, neúspěch, výpadek
παράλειψη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeoczenie, pominięcie, niedopatrzenie, nadzór, opuszczenie, przegląd, brak, niepowodzenie, uszkodzenie, zaniechanie, nie powiodła się
παράλειψη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kudarc, hiba, nem, elmulasztása, meghibásodása
παράλειψη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kusur, başarısızlık, yetmezliği, hatası, arızası, arıza
παράλειψη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перепустка, недогляд, пропускання, догляд, пробіл, помилка, пропуск, нагляд, відмова, відмову, відмови
παράλειψη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dështim, dështimi, dështimi i, mos, dështimin
παράλειψη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пропуск, неуспех, провал, повреда, недостатъчност, неизпълнение
παράλειψη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адмова, адмову, адмаўленне
παράλειψη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
möödavaatamine, tegematajätmine, vahelejätmine, möödalask, väljajätmine, ebaedu, rike, ebaõnnestumine, jätmise, rikke
παράλειψη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
omaška, nadzor, greška, izostavljanje, propust, pregled, pogreška, ispuštanje, neuspjeh, neuspjeha, zatajenje, kvar
παράλειψη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bilun, tekst, mistök, bilun á
παράλειψη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
praetermissio
παράλειψη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nesėkmė, nepakankamumas, gedimas, nesugebėjimas, gedimo
παράλειψη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzraudzība, neveiksme, mazspēja, nespēja, mazspēju, neveiksmes
παράλειψη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неуспех, неуспехот, слабост, грешка, инсуфициенција
παράλειψη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
supraveghere, eșec, insuficiență, insuficienta, eșecul, esec
παράλειψη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neuspeh, odpoved, napaka, okvara, okvare
παράλειψη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nevykonanie, opomenutí, omyl, zlyhanie, zlyhania, zlyhaní, zlyhaniu, neplnenia
Στατιστικά δημοτικότητας: παράλειψη
Τυχαίες λέξεις