Мак στα ελληνικά

Μετάφραση: мак, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παπαρούνα, παπαρούνας, της παπαρούνας, παπαρούνας που, οπίου
Мак στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • майка στα ελληνικά - μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
  • майонеза στα ελληνικά - μαγιονέζα, μαγιονέζας, τη μαγιονέζα, η μαγιονέζα, μαγιονέζες
  • макулатура στα ελληνικά - παλιόχαρτα, αχρήστων, άχρηστο χαρτί, άχρηστου χαρτιού, χρησιμοποιημένου χαρτιού
  • малахит στα ελληνικά - μαλαχίτης, μαλαχίτη, του μαλαχίτη, malachite
Τυχαίες λέξεις
Мак στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παπαρούνα, παπαρούνας, της παπαρούνας, παπαρούνας που, οπίου