Λέξη: προσεκτικά
Σχετικές λέξεις: προσεκτικά
προσεκτικά συνώνυμο, προσεκτικά συνώνυμα, προσεκτικά ή προσεκτικά
Συνώνυμα: προσεκτικά
στενά, πολύ προσεκτικά
Μεταφράσεις: προσεκτικά
προσεκτικά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attentively, carefully, closely, thoroughly, careful, cautiously
προσεκτικά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuidadosamente, con cuidado, cuidado, atentamente, detenidamente
προσεκτικά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bedachte, aufmerksame, vorsichtig, sorgsam, sorgfältig, genau, aufmerksam
προσεκτικά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attentivement, soigneusement, avec soin, soin, bien
προσεκτικά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attentamente, accuratamente, attenzione, con attenzione, cura
προσεκτικά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cuidadosamente, com cuidado, cuidado, atentamente, com atenção
προσεκτικά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
attent, aandachtig, voorzichtig, zorgvuldig, goed, zorgvuldig door
προσεκτικά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
внимательно, тщательно, осторожно, аккуратно, обязательно
προσεκτικά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nøye, forsiktig, tilfreds, omhyggelig, tiller
προσεκτικά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
noggrant, försiktigt, noga, omsorgsfullt, varsamt
προσεκτικά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huolellisesti, huolella, varovasti, tarkasti
προσεκτικά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
omhyggeligt, nøje, forsigtigt, grundigt
προσεκτικά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pozorně, opatrně, pečlivě, uvádíme, důkladně
προσεκτικά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uważnie, bacznie, ostrożnie, dokładnie, starannie, pieczołowicie
προσεκτικά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gondosan, óvatosan, figyelmesen, alaposan, körültekintően
προσεκτικά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dikkatlice, dikkatle, dikkatli, özenle, dikkatli bir şekilde
προσεκτικά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уважно, пильно
προσεκτικά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me kujdes, kujdes, kujdes të, me kujdes të, vëmendje
προσεκτικά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
внимателно, внимателно да, грижливо, внимателно се
προσεκτικά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўважліва, уважліва, пільна
προσεκτικά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tähelepanelikult, hoolikalt, ettevaatlikult, kõigil, põhjalikult
προσεκτικά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pažljivo, pomno, oprezno, pozorno, brižljivo
προσεκτικά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vandlega, vel, varlega, náið, nákvæmlega
προσεκτικά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsargiai, atidžiai, kruopščiai, rūpestingai
προσεκτικά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzmanīgi, rūpīgi
προσεκτικά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
внимателно, внимателно да, внимателно да се, внимателно се, грижливо
προσεκτικά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atent, atenție, cu atenție, grijă, cu grijă
προσεκτικά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
previdno, skrbno, natančno, pazljivo, pozorno
προσεκτικά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opatrne, opatrnosťou, jemne, s opatrnosťou, opatrnosť
Τυχαίες λέξεις