Монопол στα ελληνικά
Μετάφραση: монопол, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- монолог στα ελληνικά - μονόλογος, μονόλογο, μονολόγου, ο μονόλογος, το μονόλογο
- моноплан στα ελληνικά - μονοπλάνο, μονοπλάνων
- монотеизъм στα ελληνικά - μονοθεϊσμός, μονοθεϊσμό, μονοθεϊσμού, το μονοθεϊσμό, μονοθεΐα
- монтаж στα ελληνικά - εγκατάσταση, εγκατάστασης, την εγκατάσταση, τοποθέτηση, της εγκατάστασης
Τυχαίες λέξεις
Монопол στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής