Λέξη: αντίκτυπος
Σχετικές λέξεις: αντίκτυπος
διπλός αντίκτυπος, εκδόσεις αντίκτυπος, ο αντίκτυποσ, αντίκτυπος συνώνυμα, κοινωνικός αντίκτυπος
Συνώνυμα: αντίκτυπος
επίπτωση, αναπήδηση
Μεταφράσεις: αντίκτυπος
αντίκτυπος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
repercussion, impact, impacts, effect, effects, impact of
αντίκτυπος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
repercusión, rebote, impacto, repercusiones, efecto, de impacto
αντίκτυπος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auswirkung, rückprall, rückschlag, nachwirkung, abprall, rückwirkung, Wirkung, Auswirkung, Aufprall, Stoß, Auswirkungen
αντίκτυπος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
résonance, contrecoup, répercussion, réverbération, retentissement, bond, écho, reflet, rebond, réflexion, impact, incidence, répercussions, effet, l'impact
αντίκτυπος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ripercussione, rimbalzo, contraccolpo, urto, impatto, dell'impatto, l'impatto, incidenza
αντίκτυπος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impacto, de impacto, impactos, impacte, do impacto
αντίκτυπος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
botsing, gevolgen, effect, invloed, effecten
αντίκτυπος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отзвук, эхо, отдача, влияние, отклик, отражение, воздействие, воздействия, последствия, влияния
αντίκτυπος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ettervirkning, innvirkning, virkningen, effekt, påvirkning, effekten
αντίκτυπος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inverkan, påverkan, effekter, effekt, effekterna
αντίκτυπος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaikutus, vaikutusta, vaikutuksia, vaikutusten, vaikutukset
αντίκτυπος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
virkning, indvirkning, effekt, virkningen, virkninger
αντίκτυπος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ohlas, odskok, odraz, odezva, ozvěna, náraz, účinek, dopad, vliv, dopadu
αντίκτυπος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
reperkusja, oddźwięk, odbicie, echo, odrzucenie, następstwo, wpływ, uderzenie, wpływu, skutków, oddziaływania
αντίκτυπος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hatás, hatása, hatással, hatását, hatást
αντίκτυπος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
darbe, etkisi, etki, etkileri, etkisinin
αντίκτυπος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розкаюваний, вплив, дію, дія, впливу
αντίκτυπος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndikim, ndikimi, ndikimi i, impakti, ndikim të
αντίκτυπος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
въздействие, влияние, въздействието, на въздействието, отражение
αντίκτυπος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўздзеянне, уздзеянне, ўплыў, ўзьдзеяньне
αντίκτυπος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastukaja, mõju, mõjuga, mõjutab, mõjude
αντίκτυπος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eho, odbacivanje, odbijanje, reperkusija, odjek, udar, utjecaj, učinak, utjecaja, utjecaja na
αντίκτυπος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhrif, áhrifin, áhrifum, áhrifa
αντίκτυπος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
poveikis, poveikio, poveikį, įtaka, įtaką
αντίκτυπος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trieciens, ietekme, ietekmi, ietekmes, ietekmē
αντίκτυπος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
влијанието, влијание, влијанието врз, ефект, на влијанието
αντίκτυπος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
efect, impact, impactului, impactul, de impact
αντίκτυπος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vpliv, učinek, vplivov, vpliva, učinka
αντίκτυπος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náraz, nárazy, nárazu, nárazom, náraze
Τυχαίες λέξεις