Λέξη: γευματίζω

Μεταφράσεις: γευματίζω

γευματίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dine

γευματίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cenar, comer, cene, cena

γευματίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
diniere, speisen, essen, Ort, zu speisen, speisen Sie

γευματίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dîner, dînez, dînons, manger, diner, prendre vos repas

γευματίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cenare, mangiare, pranzare, cena, gustare

γευματίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jantar, ruído, comer, jante, refeições, suas refeições

γευματίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dineren, te dineren, eten, dineer, dineert

γευματίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пообедать, питаться, обедать, отобедать, поужинать, ужинать, обед

γευματίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spise, spis, spise middag, spiser, å spise

γευματίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
äta, dine, äta middag, ät, äter

γευματίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
illastaa, ruokailla, syödä, aterioida, dine

γευματίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spise, spise middag, at spise, spiser, spis

γευματίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
večeřet, obědvat, stolovat, najíst, povečeřet

γευματίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obiadować, obiad, posiłek, zjeść, zjeść obiad, zjeść posiłek

γευματίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
étkezik, étkezhetnek, vacsorázni, vacsorázzon, vacsorázhatnak

γευματίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yemek, akşam yemeği, yemeği, yemek yiyebilir

γευματίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
харчуватися, пообідати, обідайте, обідати, запросити, запросити на

γευματίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtroj, ha drekë, të shtroj, të ha drekë, ha darkë

γευματίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обядвам, се храните, хапнете, обядва, вечеряте

γευματίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паабедаць

γευματίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõunastama, lõunatama, einestada, süüa, lõunatada, õhtustada

γευματίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hraniti, ručati, objedovati, jesti, večerati

γευματίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
borða, borðað, snæða, að snæða, snætt

γευματίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
papietauti, pietauti, pavalgyti, valgyti, vakarieniauti

γευματίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pusdienot, ieturēt maltītes, vakariņot, ieturēt maltīti, baudīt maltīti

γευματίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вечераат, вечера, јадеш, да вечераат, јадат

γευματίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
masa, lua masa, luați masa, lua cina, cina

γευματίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kosilo, večerjal, dine, večerjo, gušti

γευματίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
večerať, večeru
Τυχαίες λέξεις