Мотивация στα ελληνικά
Μετάφραση: мотивация, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κίνητρο, παρακίνηση, κίνητρα, κινήτρων, τα κίνητρα, το κίνητρο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- моряк στα ελληνικά - ναύτης, ναυτικός, ναύτη, ναυτικό, ναυτικού
- мост στα ελληνικά - γεφυρώνω, γέφυρα, σπιθαμή, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, της γέφυρας
- мотовилка στα ελληνικά - καταψύκτης, ράβδος, ράβδο, ράβδου, βάκτρο, ράβδων
- мотор στα ελληνικά - μηχανή, μοτέρ, κινητήρας, κινητήρα, με κινητήρα, οχημάτων
Τυχαίες λέξεις
Мотивация στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κίνητρο, παρακίνηση, κίνητρα, κινήτρων, τα κίνητρα, το κίνητρο
Μεταφράσεις: κίνητρο, παρακίνηση, κίνητρα, κινήτρων, τα κίνητρα, το κίνητρο