Мошеник στα ελληνικά
Μετάφραση: мошеник, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πύργος, απατεώνας, απατεώνα, γκλίτσα, τσιγκέλι, μαγκούρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- мотовилка στα ελληνικά - καταψύκτης, ράβδος, ράβδο, ράβδου, βάκτρο, ράβδων
- мотор στα ελληνικά - μηχανή, μοτέρ, κινητήρας, κινητήρα, με κινητήρα, οχημάτων
- мощ στα ελληνικά - ρώμη, ισχύς, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ
- мощно στα ελληνικά - ισχυρά, δυνατά, συντριπτικά σε
Τυχαίες λέξεις
Мошеник στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πύργος, απατεώνας, απατεώνα, γκλίτσα, τσιγκέλι, μαγκούρα
Μεταφράσεις: πύργος, απατεώνας, απατεώνα, γκλίτσα, τσιγκέλι, μαγκούρα