Λέξη: ένεση

Σχετικές λέξεις: ένεση

ένεση βιταμίνης κ, ένεση στο μάτι, ένεση ινσουλίνης, ένεση ονειροκρίτης, ένεση καμφοράς, ένεση σιδήρου, ένεση pregnyl, ένεση κορτικοστεροειδούς, ένεση prolia, ένεση ατροπίνης

Συνώνυμα: ένεση

απότομο χτύπημα, σούβλισμα, βολή, πυροβολισμός, σφαίρα, σφαιρίδια, τουφεκισμός, έγχυση

Μεταφράσεις: ένεση

ένεση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
injection, injected, injection of, inject, injecting

ένεση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inyección, de inyección, la inyección, inyección de, por inyección

ένεση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
injektion, spritzen, Einspritzung, Injektion, Einspritz, Injektions

ένεση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
piqûre, injection, infiltration, l'injection, par injection, injectable, injection de

ένεση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
iniezione, di iniezione, iniezione di, l'iniezione, ad iniezione

ένεση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
injeção, injecção, de injecção, injeção de, de injeção

ένεση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
injectie, spuitje, inspuiting, injectieplaats, de injectie, injecteren

ένεση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инъекция, впрыск, пропитывание, вливание, укол, впрыскивание, введение, впрыска, инъекции

ένεση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
injeksjon, injeksjons, injeksjonsvæske, injeksjonen

ένεση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
injektion, injektions, injektionsvätska, injektionen

ένεση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
injektio, ruiskutus, injektioneste, injektion, injektiota

ένεση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
injektion, injektionsvæske, indsprøjtning, injektionen

ένεση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vstřikování, vstříknutí, injekce, injekční, vstřikovací, injekci

ένεση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
iniekcja, wstrzykiwanie, zastrzyk, wtryskiwanie, wstrzyknięcie, wtrysk, wtryśnięcie, wtrysku

ένεση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
befecskendezés, injekció, injekciós, injekciót, befecskendező

ένεση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
enjeksiyon, enjeksiyonu, püskürtme, enjeksiyonlu, enjeksiyonla

ένεση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
впускати, упорскувати, запроваджувати, вводити, впорскування, уприскування, вприск, упорскування, вприскування

ένεση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
injeksion, injeksion i, injektimit, injektimit të, injektimi

ένεση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инжектиране, инжекция, впръскване, инжекционен, инжекционна

ένεση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўпырск, впрыска, упырск

ένεση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
süst, sisestamine, injektsioon, süsti, süstimist, süstimise, süstimiseks

ένεση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
injekcija, poticaj, ubrizgavanje, ubrizgavanja, injekcije, injekciju

ένεση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innspýting, stungulyf, inndælingu, stungustað

ένεση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įpurškimas, injekcija, injekcijos, įpurškimo, injekcinis

ένεση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
injekcija, injekcijas, iesmidzināšana, injekciju, iesmidzināšanas

ένεση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инјектирање, инјекција, вбризгување, инекција, вбризгување на

ένεση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
injecție, injectare, injectabilă, de injectare, injectie

ένεση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
injekcija, vbrizgavanje, injiciranje, injiciranja, injekcijo

ένεση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
injekcie, injekcia, injekciu, vpichu, podania injekcie

Στατιστικά δημοτικότητας: ένεση

Τυχαίες λέξεις