Мъжество στα ελληνικά
Μετάφραση: мъжество, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντοχή, ανδρεία, την ανδρεία, ικανότητα, ανδρείας, δεξιότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- мъдър στα ελληνικά - σοφός, συνετός, φρόνιμος, σοφό, σοφή, συνετό, σοφοί
- мъж στα ελληνικά - άνδρας, άνθρωπος, επανδρώνω, σύζυγος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
- мъжка στα ελληνικά - αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
- мъжки στα ελληνικά - αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
Τυχαίες λέξεις
Мъжество στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντοχή, ανδρεία, την ανδρεία, ικανότητα, ανδρείας, δεξιότητα
Μεταφράσεις: αντοχή, ανδρεία, την ανδρεία, ικανότητα, ανδρείας, δεξιότητα