Нападащия στα ελληνικά

Μετάφραση: нападащия, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτιθέμενος, επίθεση, επιτίθενται, επιτεθεί, επιτίθεται, να επιτεθεί
Нападащия στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • нанос στα ελληνικά - πρόσχωμα, λάσπη, λάσπης, ιλύ, προσχώσεις, της λάσπης
  • наносите στα ελληνικά - πρόσχωση, λάσπη, αλλουβιανές, τις αλλουβιανές, αλλούβιου
  • нападение στα ελληνικά - επιθετικότητα, επίθεση, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
  • напитка στα ελληνικά - ποτό, πόσιμος, πίνω, ποτα, ποτών, ποτού, ροφήματος
Τυχαίες λέξεις
Нападащия στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτιθέμενος, επίθεση, επιτίθενται, επιτεθεί, επιτίθεται, να επιτεθεί