Λέξη: γονιμοποιώ

Συνώνυμα: γονιμοποιώ

λιπαίνω, καθυστώ έγκυον, εμποτίζω, διαποτίζω

Μεταφράσεις: γονιμοποιώ

γονιμοποιώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fertilise, milt, inseminate, fertilize, impregnate

γονιμοποιώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lecha, Milt, lechaza, la lecha, el Milt

γονιμοποιώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Milch, Milt, Milz, Fischmilch

γονιμοποιώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
féconder, laitance, la laitance, de laitance, milt, de la laitance

γονιμοποιώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
milza, Milt, liquido seminale, il milt, latte seminale

γονιμοποιώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
láctea, baço, Milt, sémen, esperma

γονιμοποιώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hom, milt, van Milt, kuit, bevruchten

γονιμοποιώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
молоки, Милт, молок, Milt, Милта

γονιμοποιώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
melke, milt, melken, av melke

γονιμοποιώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Milt, mjölke

γονιμοποιώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maidittaa, maiti, Milt, maidin

γονιμοποιώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Milt, sæd, maelke, Milts, af Milt

γονιμοποιώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oplodnit, mlíčí, MILT, slezina, IZOLPROTAN, TÁBOR

γονιμοποιώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
użyźniać, śledziona, MILT, mlecz, śledzionę, mlecza

γονιμοποιώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
halikra, Milt, haltej, halat megtermékenyít, lép testrész

γονιμοποιώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
balık spermi, Milt, balık menisi

γονιμοποιώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
молочко, молоки, сперми, молочка

γονιμοποιώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
spermë e peshqve

γονιμοποιώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
далак, Милт, Milt, оплождам хайвер

γονιμοποιώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
малокі

γονιμοποιώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viljastama, väetama, milt, Riike, Maidittaa

γονιμοποιώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mliječ, slezena, Milt

γονιμοποιώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Milt

γονιμοποιώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pieniai, milt, Blužnis, Liesa, Pienas

γονιμοποιώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieņi, liesa

γονιμοποιώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
milt

γονιμοποιώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fertiliza, splină, Milt, lapți, lapților, Milt a

γονιμοποιώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Vranica

γονιμοποιώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mliečia, mliečie, gamét, gaméty, mlieča
Τυχαίες λέξεις