Λέξη: κήρυκας

Σχετικές λέξεις: κήρυκας

κήρυκας της νέας υόρκης, κήρυκας λάρισας, κήρυκασ σε πλειστηριασμό, ελληνικόσ κήρυκασ, εθνικόσ κήρυκασ, εκκλησιαστικός κήρυκας, κήρυκας χανίων, διαπρύσιοσ κήρυκασ, αρκαδικός κήρυκας, κήρυκας νέας υόρκης

Συνώνυμα: κήρυκας

ιεροκήρυκας, ιεροκήρυξ, τελάλης, δημοσιεύων

Μεταφράσεις: κήρυκας

κήρυκας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
herald, preacher, town crier, promulgator, a preacher

κήρυκας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
heraldo, predicador, predicador de, pastor, el predicador

κήρυκας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorbote, verkünder, wappenherold, Prediger, Predigers, Priester

κήρυκας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
héraut, annoncer, hérault, messager, prédicateur, prêcheur, pasteur, prédicateur de

κήρυκας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
predicatore, preacher, pastore, predicatore di

κήρυκας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pregador, pastor, preacher

κήρυκας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitbazuinen, prediker, predikant, Preacher, dominee, de Prediker

κήρυκας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
герольд, вестник, гонец, глашатай, предвестник, проповедник, проповедником, проповедника, священник

κήρυκας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
predikant, forkynner, predikanten, forkynneren, prest

κήρυκας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
predikant, förkunnare, predikanten, preacher

κήρυκας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
enne, airut, ylistää, saarnamies, julistaja, saarnaaja, saarnaajan

κήρυκας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
prædikant, Præsten, prædikanten, præst, forkynder

κήρυκας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
herold, oznámit, zvěstovat, posel, ohlásit, kazatel, kazatelem, kazatele, kněz

κήρυκας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
herold, zwiastun, zapowiedź, ogłosić, zwiastować, kaznodzieja, kaznodzieją, kaznodziei, głosicielem

κήρυκας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
prédikátor, Preacher, lelkész, prédikátort

κήρυκας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vaiz, hatip, preacher, bir vaiz, vaizi

κήρυκας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вісник, проповідник

κήρυκας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
predikues, Predikuesi, predikues i, Predikuesi është

κήρυκας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проповедник, проповедника, проповедник на, свещеник

κήρυκας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прапаведнік

κήρυκας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuulutama, kuulutaja, heerold, jutlustaja, kuulutajata, preacher, jutlustajaks

κήρυκας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
objaviti, vjesnik, propovjednik, propovjednika, propovjednik je, svećenik

κήρυκας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prédikari, predikarinn, prédikarinn, Pd, presturinn

κήρυκας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pamokslininkas, pamokslininku, dvasininkas, pamokslautojas, skelbėjas

κήρυκας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sludinātājs, mācītājs, sludinātāju, sludinātājam

κήρυκας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проповедник, Свештеникот, проповедникот, проповедници, свештеник

κήρυκας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
predicator, propovăduitor, predicatorul, preot, pastor

κήρυκας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posel, pridigar, pridigarja, preacher, Duhovnik, Propovjednik

κήρυκας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlásateľ, kazateľ, kazatel, pastor, kazateľa
Τυχαίες λέξεις