Нараняване στα ελληνικά
Μετάφραση: нараняване, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλάβη, βλάπτω, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- напояване στα ελληνικά - άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
- направление στα ελληνικά - κατεύθυνση, διεύθυνση, την κατεύθυνση, κατεύθυνσης, φορά
- наредба στα ελληνικά - ρύθμιση, κανονισμός, διάταξη, διάταγμα, διάταγμα για, διατάγματος για τις, διάταγμα για τις
- наречие στα ελληνικά - επίρρημα, επιρρήματος, το επίρρημα
Τυχαίες λέξεις
Нараняване στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλάβη, βλάπτω, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Μεταφράσεις: βλάβη, βλάπτω, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας