Βλάπτω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: βλάπτω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щета, вред, март, нараняване, цена, боли, нарани, навреди, наранен, нараня
Βλάπτω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βλάπτω

βλάπτω αρχαια, βλαπτω συνώνυμο, βλάπτω αντώνυμο, ρήμα βλάπτω, βλάπτω αρχικοί χρόνοι, βλάπτω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βλάπτω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • βλάβη στα βουλγαρικά - щета, вред, цена, нараняване, повреда, повреждане, вреда, ...
  • βλάκας στα βουλγαρικά - дурак, глупях, глупак, заблуди, заблуждава, глупако, заблудят
  • βλέμμα στα βουλγαρικά - гледам, виж, погледнете, погледнем, да изглежда
  • βλέπω στα βουλγαρικά - виждам, виж, вж, видите, вижте
Τυχαίες λέξεις
Βλάπτω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: щета, вред, март, нараняване, цена, боли, нарани, навреди, наранен, нараня