Λέξη: πυροβολικό

Σχετικές λέξεις: πυροβολικό

πυροβολικό αθήνα, πυροβολικό θήβας, πυροβολικό σάμος, πυροβολικό σώμα, πυροβολικό κύπροσ, πυροβολικό υεα, πυροβολικό στρατόπεδα, πυροβολικό κύπρου, πυροβολικό ειδικότητες, πυροβολικό μονάδες

Συνώνυμα: πυροβολικό

βαρύ πυροβολικό

Μεταφράσεις: πυροβολικό

πυροβολικό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
artillery, ordnance

πυροβολικό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
artillería, de artillería, la artillería, artillería de, de la artillería

πυροβολικό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bombardement, artillerie, Artillerie, Geschütze

πυροβολικό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
artillerie, l'artillerie, d'artillerie

πυροβολικό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
artiglieria, di artiglieria, artiglierie, dell'artiglieria, l'artiglieria

πυροβολικό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
artilharia, de artilharia, da artilharia, a artilharia, artilharia de

πυροβολικό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
artillerie, geschut, de artillerie

πυροβολικό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
артиллерия, артиллерии, артиллерийский, артиллерийского, артиллерийская

πυροβολικό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
artilleri, artilleriet, artillery

πυροβολικό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
artilleri, artilleriet

πυροβολικό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tykistö, Artillery, tykistön, tykistöä, tykistöaseissa

πυροβολικό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
artilleri, artilleriet, artillery, kanoner

πυροβολικό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dělostřelectvo, dělostřelecká, dělostřelecké, dělostřelectva, dělostřelecký

πυροβολικό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
artyleria, artyleryjski, artylerii, artyleryjskie, artyleryjska

πυροβολικό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tüzérség, tüzérségi, tüzérséggel, tüzérséget, tüzér

πυροβολικό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
topçuluk, ağır silahlar, topçu, top, artillery, toplar

πυροβολικό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гарматний, артилерія, артилерійське озброєння, артилерійське, артилерію

πυροβολικό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
artilerie, artileri, artileria, artileri të, artilerisë

πυροβολικό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
артилерия, артилерийски, артилерията, артилерийска

πυροβολικό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
артылерыя

πυροβολικό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suurtükivägi, suurtükiväe, suurtükiväerelvades, suurtüki, suurtükirelvade

πυροβολικό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
topništvo, artiljerija, artiljerijski, topnički, topničko

πυροβολικό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stórskotalið, Artillery

πυροβολικό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
artilerija, artilerijos, Artillery, artileriją

πυροβολικό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
artilērija, artilērijas, Artillery, artilēriju, artilērijā

πυροβολικό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
артилерија, артилериски, артилеријата, артилериска, артилериско

πυροβολικό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
artilerie, de artilerie, artileria, artileriei, artilerie de

πυροβολικό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
topništvo, topniški, artilerija, artilerijski, artilerijska

πυροβολικό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
delostrelectvo, delostrelectva, delostrelecké, presunulo tam ťažké delostrelectvo
Τυχαίες λέξεις